- ἐγκροτέοισαι
- ἐγκροτέωstrike onpres part act fem nom/voc pl (doric aeolic)ἐγκροτέωstrike onpres part act fem nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίπλεκτος — ον, Α [περιπλέκω] (για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ ἄρα πᾱσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek